Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

 


Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ "ΛΩΘΑ"



ΛΩΘΑ



Ερεί τις ως το γήρας ουκ αισχύνομαι
μέλλων χορεύειν κράτα κισσώσας εμόν;
Ου γαρ διήρηχ' ο θεός,είτε τον νέον
ει χρη χορεύειν είτε τον γεραίτερον,
αλλ' εξ απάντων βούλεται τιμάς έχειν
κοινάς.
(Τειρεσίας στον Κάδμο, ΒΑΚΧΕΣ)



Το μέλλον του κόσμου βρίσκεται μέσα
στα δυο κοριτσίστικα στήθη.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ







ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:

ΘΑΛΗΣ-γέρος ερωτευμένος με τη Λώρα.
ΜΕΝΩΝ-φίλος του Θαλή.
Α' νέα και Β' νέα-φίλες.
Νέος-περαστικός.
Φίλη του νέου (βουβό πρόσωπο)
Ένας νέος.
Μεθυσμένος.
Τύχη.
Λώρα-γειτονοπούλα του Θαλή.
Α' γειτόνισσα.
Β' γειτόνισσα.
Θεος.
Κακίστρα.
Μητέρα της Λώρας.
Φίλη της Λώρας.
Ο παπάς της ενορίας.
Νέος που αγαπούσε τη Λώρα.
Το δωμάτιο του Θαλή.
Η δυστυχία.
Χορός των αντικειμένων του δωματίου του Θαλή.
Λώρα και Θαλής.
Η γη.
Ο ψευτοφιλόσοφος.
Η πόρνη.
Τα λουλούδια.
Η πολυτελής ερωμένη.
Υπουργός.
Λώθα.








Σκηνή πρώτη
(τόπος: πλατεία με το κτίσμα της Τύχης 

στα δυτικά της )




ΘΑΛΗΣ
Λοιπόν εδώ στον τόπο αυτό
πολύ το βρίσκω λογικό
να βρούμε Μένων κάτι
που άγνωστο μας το εκράτει
ως τώρα η ζωή.
Του πλήθους χλαλοή
και της καρδιάς σκιρτήματα
μ' ελπιδοφόρα βήματα
το σώμα μας ωθούνε
και κάπου τ' οδηγούνε
που κάποια τύχη χαρωπή
"δική σου είμαι" θα του πει.

ΜΕΝΩΝ
Γέροι σχεδόν εμείς
στο δρόμο της θερμής
οδεύουμε της νιότης
ενώ χυμάει γοργά
και να χυθεί οργά
μέσα μας η αιωνιότης.

ΘΑΛΗΣ
Κι έχουμε πεθυμιά
γιούλια και γιασεμιά
να δούμε μες στο κρύο
της μοναξιάς μας της πικρής,
και στης χαράς μας της νεκρής
να μπουν το ανθοδοχείο,
και τη χαρά να βρούμε
όσο ακόμα ζούμε
που όμοια της δεν ειν' άλλη-
και τη χαρά να βρούμε
και να τηνε τρυγούμε
πανώρια και μεγάλη.

(περνούν δίπλα τους δυο νέες)

Α' ΝΕΑ
Να και δυο γέροι. Θέαμα οικτρότατο βεβαίως-
όπως τουλάχιστον αυτό το βλέπει κάθε νέος-
που ήρθανε στο φετινό της Τύχης πανηγύρι
ν' ανθίσουνε προσμένοντας οι πόθοι τους οι στείροι.

Β' ΝΕΑ
Τι να γυρεύουν τάχα λες; Μήπως καινούργια δόντια;
Ή νιάτα πάλι να 'χουνε; Κακόμοιρα γερόντια!

Α' ΝΕΑ
Μην τους γελάς. Μπορεί κανείς δικόν του κάποιον να ` χει
που ίσως με το θάνατο να δίνει τώρα μάχη
και να ζητάει για κείνονε της Τύχης τη βοήθεια.
Ή κι ίσως κάποιον φίλο τους να 'χουν αυτοί αλήθεια
και μια βοήθεια σήμερα για κείνον να ζητάνε.
Αλλά, πάμε να φύγουμε. Νομίζω μας κοιτάνε.

(φεύγουν` περνούν νέος με νέα)

ΝΕΟΣ
Αν το λαχείο κερδίζαμε
και με λεφτά γεμίζαμε
ω! τότε αντίο φτώχεια
και δυστυχίας βρόχια.
Τότε υπηρέτες θα 'χαμε
και με χρυσά θα γράφαμε
γράμματα τ' όνομά μας
με πέννα τη χαρά μας.

(περνούν` έρχεται μεθυσμένος κρατώντας στα χέρια του πεσσούς)

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ
Κόσμε με γέννησες εσύ
ή εγώ σ' έχω γεννήσει;
Και ποιος το ήπιε το κρασί;
Και ποιος έχει μεθύσει;
Ω! τυχεροί μου εσείς πεσσοί!
Ω! Κινουμένη φύση!

(ρίχνει στο χώμα τους πεσσούς)

Ω! Ζάρια μου που να σας δω
δεν το μπορώ καθάρια
κι έτσι δεν ξέρω τι έχω 'δω-
δυάρες ή τεσσάρια;
Κι αν ειν' δυάρια πια ας μην μπω στης Τύχης τον κατάλογο-
με τέτοια γκίνια θα 'τανε αυτό πολύ παράλογο.
Μα θα 'μπω κι ας αδυνατώ
ποιο το σωστό είναι να πω.
Ίσως και όλη να 'ναι αυτή του κόσμου η ιστορία
εξάρες να 'ναι τα διπλά, το έξη να 'ναι τρία...

(βγαίνει)

ΘΑΛΗΣ
Πώς κάθε όμως μηχάνημα τάχατες να δουλεύει;
Άραγε γράφει πάνω του της χρήσης οδηγίες;

ΜΕΝΩΝ
Νομίζω ο νους σου αδύνατο πως κάτι τι γυρεύει.
Τα τέτοια τ΄ αναγράφουνε μόνο οι βιομηχανίες.
Δε γίνανε οι μηχανές
αυτές με χέρι ανθρώπινο
αλλ' απ' το σύμπαν το αχανές
μας ήρθαν δώρο αδόκητο-
κι εδώ εγκαταστάθηκαν
σε τούτη την πλατεία-
κι έκτοτε δε σταμάτησαν
να έχουν πελατεία
και κάθε χρόνο τυχερόν
βγάζουνε κι από ένανε.

ΘΑΛΗΣ
Κι ήρθα κι εγώ και καρτερώ
να βγάλουνε κι εμένανε.
Αλλά για ρώτησε αυτά
εκεί τα παιδαρέλια
που λεν αστεία φωναχτά
και σκάζουνε στα γέλια,
πώς πρέπει αυτή τη μηχανή να τηνε χειριστώ
αν μες στο δώμα κείνο εκεί μαζί της θα κλειστώ;

ΜΕΝΩΝ
Παιδιά για πέστε μου, καλό να έχετε
σεις που τις μηχανές αυτές καλά κατέχετε
πώς πρέπει ο φίλος μου μέσα σαν μπει
να κάνει;

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ
Θα πατήσει το κουμπί
και τ' άλλα είναι δουλειά της μηχανής'
μα μέσα να μην είναι άλλος κανείς.

ΜΕΝΩΝ
Αυτό ειν' όλο κι όλο που θα κάνει;
Πέστε μου γιατί εύκολα τα χάνει.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ
Το πράγμα βέβαια μόνο του μιλάει
αφού και άλλον βάζει να ρωτάει.
Μα όμως όλο κι όλο ειν' αυτό
Κι ίσως της τύχης του είναι γραφτό
εκείνο που γυρεύει να πετύχει.

ΜΕΝΩΝ
Ευχαριστώ παιδιά. Καλή σας τύχη.

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ
Νομίζω γέροντα με κοροϊδεύεις.
Ένας θα είναι μόνο ο τυχερός
και βέβαια νικητή αν συ γυρεύεις
ο φίλος σου θα θέλεις να 'ναι αυτός.

(γελάνε` φεύγουν)

ΜΕΝΩΝ
Μονάχα ένα κουμπάκι θα πατήσεις.
Δεν ξέρουν άλλο τι κι οι νεαροί.
Δε θα 'τανε κι αυτοί εδώ επίσης
αν κάποτε υπήρξαν τυχεροί.

ΘΑΛΗΣ
Ξέρεις, δε θα 'κανα τέτοιο κάτι
τη δύναμη αν είχα να πεθάνω.
Μα είμαι ανίκανος όπως το μάτι
να δει κατά τον ήλιο ίσα πάνω.
Και ποιος μου λέει πάλι
απ' τη ζωή πως σβηώντας
το ίδιο τούτο χάλι
δε θα τραβώ πονώντας;
Ποιος ήρθε να μας πει
αν όταν θα κοπεί
του βίου μας το νήμα
και μπούμε μες στο μνήμα
δε θα 'χουμε βρεθεί
σε άλλη μια ζωή
και η μορφή της Λώρας
κάθε λεφτό της ώρας
δε θα με τυραννεί
και δε θα με πονεί;
Ίσως το χρέος του κάθε ον
στη γη αν δεν ξοφλήσει
να 'ναι άστρο δίχως δύση
στα χάη των ουρανών.
Πρέπει γι αυτό να κάμω
στη ζωή ό,τι χρωστώ-
να δέσω πρέπει γάμο
με ό,τι μου πιο αρεστό.
Και ειν' αυτό η Λώρα
και είναι το καλλίτερο
από της γης τα δώρα
και είναι τ' ομορφύτερο.
Μον' έτσι θα σωθώ-
μόνο θα λυτρωθώ
στα κάλλη της αν πέσω
σε κείνην αν θ' αρέσω.

ΜΕΝΩΝ
Σ΄άκουγα να το λες
μα νόμιζα μαθές
πως έλεγες αστεία,
πως κάνεις κωμωδία.
Κι εγώ καμιά φορά
θυμούμαι τα παλιά
και σιγαναστενάζω
καμία σαν κοιτάζω.
Μα να πονώ γερά
θα 'τανε συφορά`
σ' αυτή την ηλικία
το θεωρώ βλακεία.
Το κάθε τι που φτάνει
χρήσιμο μας το κάνει
κι ωφέλιμο ασφαλώς
μονάχα ο καιρός.
Καιρός για το παιχνίδι
καιρός για τη δουλειά
κι ειν' ο καιρός μας ήδη
τα έρμα γηρατειά.
Κι ειν' ό,τι θέλουνε αυτά
χουζούρι, ζεστασιά,
και όχι μαύρα μάτια
και κόρης αγκαλιά.

ΘΑΛΗΣ
Μπορεί από σε να παίρνουν
τα έρμα γερατειά
όμως σε μένα φέρνουν
μαγεία και γητειά.
Και όποια αγάπη άλλη
τώρα δεν επαρκεί-
της Λώρας μόνο η ζάλη
περσεύει και αρκεί.
Πρέπει να μ' αγαπήσει-
πρέπει να με θελήσει-
πρέπει να με φιλήσει
και μέσα μου να σβήσει.
Κι αφού σ' αυτής τη δίνη
σώζω την ύπαρξή μου
ευνόητο και κείνη
πως σώζεται μαζί μου.
Χρόνια πολλά επέρασα μεσοκοπιάς και νιότης
γυρεύοντας το αθάνατο νερό της αιωνιότης.
Και μ' έδωσε στα γερατειά ο ανάλγητος ο Χρόνος
και μέσα τους με άφησε να υποφέρω μόνος.
Κι ενώ απαρηγόρητος κι απελπισμένος άκρως
μετρώντας εκαθόμουνα του δρόμου μου το μάκρος
ξάφνου μι' αχτίδα έπεσε στο μάτι μου μ' ορμή
από 'να φως που ως τα πριν δεν το 'βλεπαν τα μάτια.
Και των ελπίδων μέσα μου καλπάσαν πάλι τ' άτια-
και η αχτίδα ήταν αυτή της Λώρας το κορμί.
Και ήταν οι καμπύλες του ωσάν για να ταιριάσουν
με το δικό μου σώμα
μες σε κρυφό ένα δώμα`
και ήρθανε οι κύκλοι του βαριά να μ' ανταριάσουν.
Το φύτρο πώς αποζητά το χάδι του Απρίλη
για να προβάλουνε στο φως τ' αφώτιστά του χείλη...
Πώς του χειμάρρου τα νερά τ' αγριοπεριδίνητα
κλεισμένα μες σε δυο βουνά που τα θωρούν ακίνητα
το πλάνταμά τους το πολύ τα σπρώχνει να 'βρουν πόρο
σκορπώντας μια βροντόφωνη βουή στο γύρω χώρο...
Πώς το φιλί του έρωτα στόμα να βρει γυρεύει...
πώς η ανόητη ζωή αποζητάει τη χλεύη...
μα τέτοια δύναμη κι εγώ κι έτσι αφροχτυπώντας
κι έτσι τα χέρια μου κι εγώ απελπισμέν' απλώντας
ζητάω εκείνης το κορμί. Κι ολόκληρ' η ύπαρξή μου
και η ουσία όλη μου τ' αποζητάει μαζί μου.
Και άφριζα και λύσσαγα
κι έβραζα και ξεφύσαγα
κι ήμουνα κλειδωμένος
στον πόνο μου κλεισμένος.
Πόσες φορές το χέρι μου δεν άπλωσα να πιάσω
μιαν άκρη από το ρούχο της, μια τρίχα των μαλλιών
έχοντας την ψευδαίσθηση πως έτσι θα γιορτάσω
την πανδαισία των όσων της μου λείψανε φιλιών...
Πόσες φορές δεν κράτησα βαθιά μου την ανάσα
που ρούφηξα σαν πέρναγεν εκείνη από μπρος μου
στη ζάλη μου νομίζοντας πως θα 'ταν σύντροφός μου
η ανάσα αυτή όταν θα μπω στην ξύλινή μου κάσσα...
Μάταιος κόπος` πάντα αυτή βιάζονταν να μου φύγει
αφήνοντας τα χέρια μου πάντοτε αδειανά.
Κι η ευτυχία που έλπιζα έτσι να νιώσω η λίγη
στης δυστυχίας βυθίζονταν την άβυσσο ξανά.
Αλλά δεν παραιτιόμουνα. Ένα θεριό εντός μου
ουρλιάζοντας με κέντριζε πάντα να προσπαθώ
για να 'χω έστω τ' άρωμα μονάχα απ' τον ανθό.
Του δινα δίκιο. Το θεριό ήμουν εγώ εκείνο
και μέσα του ένας άλλος μου κλεινόταν εαυτός
κι αδίκιωτος αν ένιωθα πολλές φορές να σβήνω
θέριευεν όμως κι άγριευε και μούγκριζεν αυτός.
Και κάτω δεν το έβαλα ποτέ κι ούτε το βάζω
κι ας λένε ό,τι θέλουνε οι άνθρωποι της γης`
ακόμα και να πέθαινα τη γνώμη δεν αλλάζω-
δε θα οδηγήσω εγώ ποτέ το άρμα της φυγής.
Φυγής! Να φύγω από πού; Μέσα σ' αυτή την πλάση
ποιο μέρος θα εβρίσκονταν σωτήριο; Μες στα δάση
τι άλλο θα 'βρισκε κανείς από φυτά και δέντρα:
στη γούβα τι άλλο των φιδιών από έρυκα κι οχέντρα;
Κι ό,τι κι αν εγινόμουνα στου κόσμου όποιαν άκρη
ο πόνος δε θα μ' έλιωνε και το πικρό το δάκρυ;
Τι αν ειμ' εδώ, αν ειμ' εκεί, αν είμαι παραπέρα-
στου σύμπαντος τις εσχατιές, στα ύψη του αιθέρα;
Το ένα στ' άλλο αφού μπορεί το κάθε τι ν' αλλάζει
όλα τα τρώει ο καημός και το πικρό μαράζι.
Όποιος εδώ επόνεσε παντού θα νιώθει πόνο
και μια φορά όποιος πόνεσε όλον πονεί το χρόνο.
Αλλά δεν είναι η Λώρα μου του κόσμου αυτού παιδί.
Δεν έχει χρόνου μέστωμα-δεν έχει τόπου ντύμα.
Από τους κόσμους έρχεται που δε γνωρίζουν μνήμα
που αυτί ποτέ δεν άκουσε-μάτι δεν έχει δει.
Είναι οι κόσμοι που απαλά φαίνονται κάθε απόβραδο
σιγαλινοί κι αβρόπλαστοι μέσα να ξεπροβάλουν
από τα βάθη του είναι μας και σαν ανθοί να θάλλουν-
κι είναι πρωινή δροσοφεγγιά γι αυτούς το μισοσκόταδο.
Είναι οι κόσμοι που όταν πια μες στη βαθιά τη θλίψη
έχουνε όλα βυθιστεί κι έχουνε απολείψει
τότε γεμίζουν τ' αδειανό αυτοί με πλήθος μάγια
που 'ναι γι αυτά πρωτόγονα τα ιερά και τ' άγια.
Είναι οι κόσμοι που σ΄αυτούς κανείς όταν βρεθεί
θα πει πως έχει μ' ό,τι εδώ του λείπει ενωθεί.
Ένα κομμάτι από αυτούς τους κόσμους ειν' η αγάπη μου.
Άλλου ενός δείγμα ουρανού-ενός απείρου άνθινου.
...Όχι άνθινου...όχι ουρανού…όχι…δεν ξέρω τι…
λέξεις δεν έχουν για να πουν τ' Ωραίο οι θνητοί.
Ποτέ για το ανέκφραστο δε θα υπάρξουν λέξεις
και θα 'ναι ατελέσφορες νιες όσες και να πλέξεις.
Κι όμως της Λώρας μου οι γραμμές εμένα μου θυμίζουν
τα μήλα δέντρων αλλωνών κι άλλες ακρογιαλιές.
Κι ακούραστα στα μάτια της μέσαθε φτερακίζουν
σπίθες απ' άλλες, άγνωστες, πιο λαμπερές φωτιές.
Η Λώρα μου αν στη ζωή αυτήν δε μ' αγαπήσει
κάθε μου ελπίδα γι ζωή αιώνια, θα σβήσει.

ΜΕΝΩΝ
Αλλ’ ανοίξανε οι πόρτες
που στους χώρους οδηγούν
που άδειοι τώρα καρτερούν
του τυχαίου τους θιασώτες.
Να χωθείς μέσα σε μια τους
βιάσου φίλε μου κι εσύ
γιατ' η ώρα προχωρεί
και θα κλείσει τ' άνοιγμά τους.

ΘΑΛΗΣ
Κι αν απόφαση έχω πάρει
να 'μπω μέσα ανυπερθέτως
μα ο διάολος να με πάρει
δεν αισθάνομαι ανέτως.

ΜΕΝΩΝ
Είναι που μεγάλος είσαι`
μα τους όποιους δισταγμούς
σου γεννάει τώρα ο νους
στην καρδιά σου μέσα σβήσε
και μπες μέσα γιατί αλλιώς
θα περάσει ο καιρός
και τα πέλματα του πόνου
θα σε λιώσουν ως του χρόνου.

ΘΑΛΗΣ
Δεν μπορώ έτσι να ζήσω
δίχως καν να προσπαθήσω.
Πάω μέσα. Προσευχήσου.

ΜΕΝΩΝ
Το καλό Θαλή μαζί σου.


(τέλος της πρώτης σκηνής)

Τρίτη 30 Απριλίου 2024

 Η ΜΕΓΑΛΗ ΝΥΧΤΑ
Ή
ΧΡΙΣΤΟΣ

To σπίτι της Μαρίας της Μαγδαληνής. Η Μαρία γνέθει στο φως του λυχναριού. Είναι σκεφτική. Μέσα σε ένα ανθοδοχείο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μακρινά αλυχτίσματα σκύλων. Βήματα στην αυλή. Η Μαρία κοιτάζει προς την πόρτα. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Χριστός. Ξαναμμένος, τα μάτια του λάμπουν. Κάθεται σ’ ένα σκαμνί ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο.

ΧΡΙΣΤΟΣ
Δώσε μου λίγο γερό... ήτανε μια δύσκολη μέρα...

(Η Μαρία του φέρνει ένα κύπελλο με νερό. Εκείνος
πίνει. Σηκώνεται. Δίνει το κύπελλο στη
Μαρία. Βλέπει για λίγο έξω από το παράθυρο στο
σκοτάδι. Κάθεται. Η Μαρία στέκει όρθια κρατώντας το
κύπελλο στα χέρια της ενώ ο Χριστός μιλάει)

Ήρθανε να με πιάσουν.
Τους ξέφυγα.
Ήμουνα στο δάσος με τις ελιές-ξέρεις...
Απόψε τα φύλλα της ελιάς μοιάζανε λόγχες.
Ένα δροσερό αγεράκι ρίπιζε την ψυχή.
Τ’ αστέρια είχαν πυκνώσει στον ουρανό, κι εκείνος
έμοιαζε στην ποδιά σου, εκείνην που σου χάρισα πέρσι το Πάσχα-αλήθεια, καιρό έχω να σε δω να τη
φοράς.

Ήταν όλα ήσυχα.
Τίποτα δεν ακούγονταν.
Ξάφνου κάτι έλιωσε κάτω από τα πόδια μου
βγάζοντας μια μικρή ξέψυχη κραυγή.
Πάλι μπορεί να μην ήτανε και κραυγή, μπορεί
κάποιο κλαδί να έσπασε.
Τρόμαξα.
Ο Πέτρος και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί.
Δεν τους ξύπνησα-τι να τους έκανα.-η απόφαση
ήτανε δική μου.
Και κείνη η ελιά η τρίκορμη, θυμάσαι; μια οικογένεια ξύλινη: άντρας, γυναίκα, παιδί.
Και το φεγγάρι στον ουρανό σαν αρραβωνιαστικός
της γης, ζητώντας κάθε βράδυ τη συντροφιά της.
Και ακόμα εκείνη η μικρή κραυγή να τρυπάει
τ' αυτιά μου...
Δεν ξέρω γιατί, στο μυαλό μου ήρθε μια κότα που
είχαμε όταν ήμουνα μικρός. Δεν είχε καθόλου
πούπουλα στο λαιμό της και αυτός έμοιαζε με
κόκκινο σκουλήκι που άρχιζε από ένα κορμί και
τελείωνε σ’ ένα κεφάλι.
Κάθε βράδυ η μητέρα την έπιανε και κρατώντας
την ακίνητη πάνω στον κόρφο της την έψαχνε για
να δει αν θα γεννούσε την επόμενη μέρα.
Κάθε φορά που η μητέρα την έψαχνε για
αυγό, εκείνη έβγαζε μια μικρή κραυγή.
Εκείνη την κραυγή μου θύμισε αυτός ο ήχος κάτω
από τα πόδια μου.
Ύστερα, όπως οι εικόνες έρχονται στο μυαλό σαν
κρίκοι μιας αλυσίδας που παίζοντάς τηνε στο χέρι
σταματάς κάθε τόσο και τήνε κοιτάζεις, έτσι ήρθε
και η εικόνα του δείπνου, όταν τρώγαμε αυτή την
κότα.
Την έσφαξε ο πατέρας όταν δεν γεννούσε πια.
Διάλεξα να φάω το λαιμό της.
Ήθελα να τον νιώσω να σπάζει ανάμεσα στα δόντια
μου.
Ήθελα να μπω μέσα στην ουσία του, να βρω την
πηγή όλων εκείνων των κραυγών που είχαν
σημαδέψει τόσες παιδικές βραδιές μου.
Μέθυσα τη μέρα εκείνη.
Δεν ξέρω αν ήτανε από το κρασί που για πρώτη
φορά εκείνη την ημέρα δοκίμασα ή αν ήτανε από τη
ζάλη που μου έφερε η σκέψη ότι έκανα δικόν
μου, μαζί με το μυστικό που έκλεινε μέσα του, τον
λαιμό εκείνον.

Κάτω στον κάμπο, μακριά, φάνηκαν οι πυρσοί του
ρωμαϊκού αποσπάσματος.
Ήξερα πως θα ’ρχονταν.
Ένιωσα την ανάγκη να προσευχηθώ.
Προχώρησα προς την πέτρα.
Η ψύχρα του βραδιού με περόνιασε.
Ο νους μου πέταξε στα χρόνια που μαθήτεψα
κοντά στους δασκάλους.
Χρόνια και χρόνια μελέτης ώσπου να 'ρθει ο καιρός να κατέβω και να διδάξω-γι αυτό μ' ετοιμάζανε...
Ύστερα η γνωριμία μας.
Στα Μάγδαλα.
Στη λίμνη.
Τα μάτια σου ήτανε μεγαλύτερά της.

Θυμήθηκα την Αίγυπτο. Όλα τα θυμάμαι. Τον
πηγαιμό μας εκεί με τη μητέρα και μένα πάνω σ'
ένα γαϊδουράκι που ο πατέρας τραβούσε μ' ένα
σκοινί.
Περιστατικά από τη ζωή μας στην Αίγυπτο.
Ο πατέρας λέει πως δεν είναι δυνατό να θυμάμαι
τόσο μικρός που ήμουνα.

Όμως εγώ τα θυμάμαι όλα σα να τα βλέπω τώρα.
Η Αίγυπτος! To καταφύγι της φυλής μας σε κάθε μας δυσκολία!
Παιδί σαν ήμουν, έβλεπα κι άκουγα ανθρώπους να κουβεντιάζουνε με τον πατέρα.
Όλοι είχαν κάπως να κάνουν με την Αίγυπτο.
Άλλοι περαστικοί από κει, άλλοι πηγαιμένοι εκεί για να κρυφτούν, άλλοι έχοντας εκεί συγγενείς...

Όταν δεν κινδυνεύαμε πια, μετά από χρόνια, ξαναγυρίσαμε στη Ναζαρέτ.
Στο ξυλουργείο του πατέρα μπαινόβγαιναν
άνθρωποι που θέλανε να διώξουνε τους ρωμαίους.
"Να λευτερωθούμε!", μου ’λεγε ο πατέρας κοιτάζοντάς με μέ τα σοβαρά του μάτια.
"Να μάθεις να πετάς γρήγορα το τόξο και το
κοντάρι", μου ’λεγε. «Να πολεμήσεις και συ για τη
λευτεριά μας! Λευτεριά-αυτό είναι η σωτηρία του ανθρώπου-λευτεριά!"
Πήγαινα μαζί του στο λιβάδι κάθε που πήγαινε να
συναντήσει κάποιον.
Καθόμασταν πολλές φορές και τρώγαμε κάτω από
τα δέντρα, ανάμεσα σε χόρτα ευωδιαστά και
λουλούδια πολύχρωμα.
Μαζί του γνώρισα τον κόσμο. Μαζί του γνώρισα το
χρέος μου: λευτεριά!-που τόσο αλήθεια άργησα να εννοήσω.

Όταν ο πατέρας μιλούσε με τους άλλους δε μ'
άφηνε να βρίσκομαι κοντά τους.
Τότε έβγαινα από τη σκηνή και περιδιάβαζα στους γύρω λόφους.
Κοίταζα τα δέντρα.
Έπαιρνα να βλέπω με επιμονή ένα σημείο του κορμού τους.
Το κοίταζα για ώρα.
Σιγά σιγά εκείνο γινότανε μια πόρτα που από κείνην μπαίνοντας η ματιά μου μέσα στο δέντρο, το γνώριζε oλόκληρο από μέσα, από τις ρίζες ως τ’ ακρόφυλλά του.
Άλλες φορές από το μίσχο μιας πόας έμπαινα μέσα στη γη και αντάμωνα τις φλέβες του νερού και του σίδερου.

To βράδυ που πιάσανε τον πατέρα εγώ κοιμόμουν στο διπλανό δωμάτιο.
Θυμάμαι το όνειρο που είδα εκείνη τη νύχτα.
Βρέθηκα μέσα σ’ ένα σύννεφο.
Και το σύννεφο λέει ήτανε ο θεός.
Και δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω μέσα του.
Και πάσκιζα να ξεφύγω.
Έκανα δεξιά, τίποτα.
Έκανα προς τ’ αριστερά, τίποτα.
Ό,τι και να έκανα βρισκόμουν πάντοτε μέσα στην καρδιά του σύννεφου.
Και θα εχανόμoυνα γιατί δεν είχα τι άλλο να κάνω για να γλιτώσω.
Και όταν νόμιζα πως ανάπνεα για τελευταία φορά, είπα: "Σύννεφο δεν υπάρχει". Και τo σύννεφο διαλύθηκε αμέσως.

Κοίταξα πίσω μου. Τα φώτα πλησίαζαν.
Περπατώντας είχα φτάσει στην πέτρα, προσευχητήριό μου και ερωτική μας κλίνη.
Με έβλεπε ακίνητη, αμίλητη, ανέκφραστη, απαθής, σίγουρη για όλα.
Σε λίγο οι στρατιώτες θα ήταν εκεί.
Ο Ιούδας θα τους οδηγούσε και θα μ’ έπιαναν.
Και ο θάνατος με περίμενε ύστερα.
Χωρίς αμφιβολία.
Έβλεπα κιόλας τον εαυτό μου πάνω στο σταυρό.
Να προσευχηθώ! Να προσευχηθώ και να ζητήσω από το θεό να διώξει τους στρατιώτες. Να μη με πιάσουν! Να μη με σταυρώσουν! Να μην πεθάνω!..

Κάποιο πουλί ξεπετάχτηκε αλαφιασμένο και χύμηξε μες από ένα φύλλωμα έξω.
To τρόμαξα εγώ ή είχε δει κάποιον εφιάλτη;
Χτύπησε πάνω στον κορμό της διπλανής ελιάς-έπεσε.
Πλήρωσε για την αμυαλιά του να πετάξει τη νύχτα.
Κι εγώ, είπα, ένα τέτοιο ανόητο πουλί είμαι που ποιος ξέρει τι βήματα ακούει κι αλαφιάζεται και πετάει μέσα στη νύχτα.
Και θα πληρώσω γιατί χαλάω την τάξη του κόσμου.
Άφηνα τους στρατιώτες να πλησιάζουν.
 Ήμουν ακόμα αναποφάσιστος: έπρεπε να μείνω και να πιαστώ ή να φύγω για να γλιτώσω;
Μια φωνή μέσα μου έλεγε: "μείνε!" και μιαν άλλη μου ’λεγε: «φύγε!» Η δεύτερη ήταν η δική σου.
Α! Η ιδέα από το φως όταν έμπαινε από τον ανοιχτό φεγγίτη της πόρτας, στο σπίτι, στη Ναζαρέτ, πριν ακόμα ο ήλιος φορέσει το λαμπρό του πρόσωπο!
Ένα φως ερυθρό βάζοντας φωτιά παντού… και κάπου εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα υπήρχες εσύ!
Και το ίδιο εκείνο φως πίνοντας μεγάλωνες...
Πάλι χίμηξαν οι σκέψεις, γοργές τώρα όπως ένα βέλος προς το στόχο του.
Δεκαοχτώ χρόνια, τρεις μήνες και οχτώ μέρες έμεινα στο βουνό.
Κάθε πρωί πριν βγει ο ήλιος έβγαινα από την καλύβα μου.
Ήθελα να τον αντικρύσω πρώτος εγώ απ’ όλους.
Γιατί το ένιωθα ότι ο ήλιος είναι ο πατέρας μας ο αγαθός που όλα μας δίνει.
Και κάθε μέρα μάζευα όσες ακτίνες του μπορούσα για να γίνω κάποτε κι εγώ ένας μικρός ήλιος.
Και όταν θάρρεψα πως τα κατάφερα θέλησα να φωτίσω κι εγώ τον κόσμο.
Και κατέβηκα. Και άρχισα να λέω, να κηρύττω.

Έλεγα... έλεγα... ξόδευα το φως μου... σπαταλούσα τις αχτίδες μου...
Και, ο μωρός εγώ, έλεγα: αγάπη.
Και πώς εκείνος που κρυώνει θ’ αγαπήσει κάποιον
που του παίρνει τη ζεστασιά;
Πώς θ’ αγαπήσει εκείνος που πεινάει αυτόν που του κρατεί το ψωμί;
Πώς θ’ αγαπήσει εκείνος που θέλει γυναίκα εκείνον που του την παίρνει;
Αγάπη!..
Ήρθα στον κόσμο του μίσους για να μιλήσω γι αγάπη...είμαι λοιπόν ένας ανόητος;
Κι έλεγα: "Στον ουρανό θα βρείτε όλα όσα δεν έχετε πάνω στη γη. Και θα δείτε εκεί όσους εδώ τα είχαν όλα, να υποφέρουν".
Ο άθλιος εγώ!
Μου λέγαν: «Εμείς εδώ πεινάμε. Δεν πεινάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ διψάμε. Δε διψάμε στην άλλη μας ζωή. Εμείς εδώ πονάμε, κρυώνουμε,  πεινάμε, ματώνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας. Δώσε μας φαγητό, γυναίκα, ζεστασιά κι ύστερα ξέρουμε εμείς ν’ αγαπήσουμε όλο τον κόσμο. Μπορείς;-δώσε
μας τώρα με έργα τα αγαθά που με λόγια μας υπόσχεσαι για όταν θα πεθάνουμε. Εμείς ξέρουμε να υποσχόμαστε περισσότερα και καλλίτερα.
Εμπρός, δώσε μας, αλλιώς είσαι ένας τσαρλατάνος. Αυτή είναι η ζωή μας".
Τους άφηνα να λένε-μα δεν τους ένιωθα.
Όταν οι άνθρωποι είδανε πως τους εγκατέλειψα, χρησιμοποίησα όλα τα μαγικά που έμαθα στη διάρκεια της μαθητείας μου.

Μάταιος κόπος.

Δυο χρόνια περίμεναν να κάνω κάτι για να τους
βοηθήσω.
Μετά έχασαν την υπομονή τους.
Έφυγαν όλοι.
Δώδεκα μου έμειναν-έντεκα-ο ένας είναι ο
Ιούδας.
Κι αυτοί οι έντεκα όταν είδανε πως πλησιάζει ο
θάνατός μου, τσακώνονται ποιος θα πάρει τη θέση
μου όταν εγώ θα λείψω.

Ακούμπησα στην πέτρα.
Για μια στιγμή αιστάνθηκα σίγουρος για τον εαυτό μου όπως όταν αγγίζω το κορμί σου.
Παραλογίστηκα.
Θάρρεψα πως ήσουνα εκεί.
Κοίταξα στα ριζά της, έκανα το γύρο της για να σε βρω και όταν δε σε βρήκα ξανάπεσα στο φόβο και στη μοναξιά μου.
Έπεσα πάνω στην πέτρα μας άπελπος.
Και τότε την άκουσα να μου μιλάει.
Και ήτανε η φωνή της η φωνή σου: «Ώς πότε θα σε ανέχομαι ψευτοφιλόσοφε; Ως πότε αγύρτη θα σε ψυχώνω; Ύπαρξη κι ενώ αυτού του κόσμου, για τον κόσμο ετούτον γνοιάζομαι. 'Ο,τι πονάει στη γη επάνω, πόνος δικός μου γίνεται ο πόνος του. Όταν ένας άνθρωπος πεινάει πάνω στη γη, ένα στομάχι γίνομαι ολόκληρη που σπαράζει αδειανό. Κι όταν κανένας μουγκανιέται ολομόναχος στο στρώμα του επάνω, φτερά λαχταράω να φυτρώσω και να γίνω γυναίκα να τόνε συντροφέψω. Ετούτος ο κόσμος μας είναι ο κόσμος ο μοναδικός. Αυτή η ζωή είναι η μόνη ανεμοπαρμένε. Κράτα για τον εαυτό σου τα παχιά σου λόγια και σπείρε όχι υποσχέσεις αλλά σπόρους σταριού για να ταϊσεις τους πεινασμένους.
Σύμμαχους προστάτες και βοηθούς τους έχουνε τον πλούτο τους οι πλούσιοι. Δε θέλουνε και σένα. Κι όσοι σε βάλανε τέτοια να κάνεις και να λες, εχθροί κι εκείνοι των φτωχών. Μπροστάρης τους γίνε και οδήγα τους στο ξεπάστρεμα του πλούτου. Μπορείς; Κάποτε, που ποιος ξέρει τι κρύο σε είχε κόψει, είπες εκείνος που έχει δύο πανωφόρια να δώσει το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα. Το μόνο που εβγήκε από το στόμα σου σωστό. Μα και μ' αυτό τι έγινε; Ποιος έδωσε το δεύτερο πανωφόρι του; To είδες και συ-κανείς. Ήτανε κι αυτό μια πονηρία σου για να μαζέψεις πιο πολλούς. Και να τους κάνεις τι; Για να τους κάνεις να σκύβουνε το κεφάλι τους στον δυνατό. Πήρες το πανωφόρι από κείνονε που το ’χει διπλό και το ’δωσες σε κείνονε που δεν έχει; Όχι! Μοίρασες δίκια τ’ αγαθά στον κόσμο; Λευτέρωσες τους δούλους; Όχι! Όχι! Όχι!
Πήγαινε χάσου λοιπόν.
Μη μ’ αγγίζεις και λερώνομαι.
Αρκετά σε ανέχτηκα.
Φύγε!"

Μέσα μου ξάφνω άστραψε το αληθινό φως και είδα.
Είδα τη ζωή μου.
Μια ζωή χαμένη άσκοπα σε λόγια μάταια και
ψεύτικα.
Και την ίδια ώρα έγινε μέσα μου μια πάλη
πρωτόγνωρη.
Μια πάλη που άφησε πίσω της όχι νεκρούς και
τραυματίες μα στάχτες και συντρίμμια.
Στάχτες και συντρίμμια έγινε η ζωή που μέχρι τότε είχα
ζήσει.
Και νίκησε στη μάχη αυτή όχι οι σοφοί δασκάλοι μου με τα λόγια τους, αλλά η πέτρα και ο λαός με τα δικά τους.
Ο λαός  είναι που έμαθε εμένα πώς να ζω και όχι εγώ εκείνον.
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου βλέποντάς τον να στέκεται καταμεσίς ενός πεινασμένου πλήθους και να το λοιδορεί βραβεύοντας την πείνα του, ενώ εκείνοι είχαν το στόμα τους ανοιχτό όχι γιατί τους είχε καταπλήξει η σοφία μου αλλά γιατί περίμεναν να τους ταγίσω.
Ένιωσα αηδία για τον εαυτό μου θεραπεύοντας έναν τυφλό, ενώ είχα ν’ ανοίξω σε μυριάδες πρόσωπα τα μάτια για να δούνε την αλήθεια.
Αηδία για τον εαυτό μου ένιωσα μπαίνοντας στα
Ιεροσόλυμα να με υμνούν οι άνθρωποι κρατώντας
βάγια και να μη με καρτερούν κραδαίνοντας λόγχες τόξα και κοντάρια για να τους οδηγήσω ενάντια στον πραγματικό τους εχθρό.
Νιώθω γελοίος και αηδιάζω με τον εαυτό μου
λέγοντας σε κείνους που τους έκλεβαν και που
τους σκότωναν, αυτοί να κάθονται να κλέβονται
και να σκοτώνονται.
Ντροπή και πόνος με κυρίεψε για τη χαμένη μου
ζωή.
Πήγα εκεί για να προσευχηθώ.
Και τώρα;
Όπως εγωιστής και παράλογος ήμουν ως τα
τώρα, το ίδιο εγωιστής και παράλογος δεν θα ήμουν
αν προσευχόμουν;
Δε θα ήτανε παράλογο και κουτό από μένα να
ζητήσω κάτι από το θεό λες και θα μπορούσα ν'
αλλάξω εγώ τη βουλή του;
Άραγε σε κείνη την ομιλία μου στο Όρος, πόσα πλήθη ανθρώπων να κατάστρεψα;
Πόσον σπόρο κακίας και απανθρωπιάς δεν έσπειρα.-πόσους δυνατούς δεν έκανα δυνατότερους... από πόσους δούλους δεν στέρησα τον πόθο ν’ αντιταχτούν…

Σηκώθηκα.
Τώρα άκουγα κοντά μου τις φωνές των στρατιωτών.
Κοίταξα το χέρι μου: άοπλο.
Καλλίτερα έτσι.
Αν είχα ένα μαχαίρι θα είχα πέσει απάνω τους έτσι
που με είχε τώρα ψυχώσει η νέα μου απόφαση και
θα ’χα χαθεί από το πλήθος των στρατιωτών καθώς
δεν είχα βοηθό κανένανε μαζί μου.
(Ο Χριστός σηκώνεται)

Φέρε μου το μαχαίρι που σου είχε δώσει
εκείνος ο Αμοραίος πληρωμή για μιας νύχτας
χάδια σου.
Είναι γερό και κοφτερό.
Θα φύγω.
Θα πάω στα βουνά όχι για να σπουδάσω λόγια μα
για να κάμω έργα.
Θα μαζέψω συντρόφους που θα τους οπλίσω όχι
με κούφιες υποσχέσεις, με θολή πίστη και με
ψεύτικη αγάπη, μα με αλήθειες που όλες τους θα
καταλήγουν στην άκρη του μαχαιριού τους.
Θα πάψω να δουλώνω το λαό-θα τον λευτερώσω.
Όσους προλάβω.
Όσους μπορέσω.
Κι όχι μόνο τους ιουδαίους από τους ρωμαίους.
Υπάρχουνε πολλοί δούλοι με πολλούς δυνάστες
πάνω από το κεφάλι τους.
Και υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα.
Όσους προλάβουμε.
Όσους μπορέσουμε.
Και ύστερα θα ’ρθουν κι άλλοι σαν και μας.
Που δε θα αναλωθούν σε ψεύτικες αλήθειες.
Που θα καταλάβουν από την αρχή χωρίς χάσιμο χρόνου ποια είναι η αποστολή του ανθρώπου και θα βοηθήσουνε να εκπληρωθεί.
Και κάποτε θα πάψει ο άνθρωπος να υποφέρει από τη βία των αφεντάδων του...

Α! Ο Βαραββάς! Ο Βαραββάς! Εκείνος διάλεξε το σωστό δρόμο!
Κι αν θέλεις… σε παρακαλώ Μαρία-σού ζητάω ίσως
πολλά, μα όμως- σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.
Χωρίς εσένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα απ’ όσα έχω στο μυαλό μου.
Έλα μαζί μου.
Κι όταν θα με λυγίζει το βάρος των δυνατών το φιλί σου θα με δυναμώνει,
Κι όταν ο φόβος με πεθαίνει, τα γόνα σου ανοίγοντας θα μ’ ανασταίνεις.
Έλα μαζί μου.
Μαζί μπορούμε να κάνουμε πολλά.
Χωρισμένοι τίποτα.
Έλα μαζί μου.

(Η Μαρία έβαλε σε μια πετσέτα ψωμί και τυρί, τη δίπλωσε και κρατώντας την στο ένα της χέρι άπλωσε το άλλο στον Χριστό.
Εκείνος το ταίριασε με το δικό του.
Και βγήκαν στη νύχτα και στον κόσμο.)

 Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
                      «Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ»

Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ
Θεατρικό σε πέντε πράξεις

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Αμερική
Καραμανλής
Γύφτισσα
Παπανδρέου
Αμερικανός Πρέσβης
Ακόλουθος της Αμερικανικής Πρεσβείας
Γραμματέας ( η φωνή της)
Τραμπούκος Α΄
Τραμπούκος Β΄
Απανθρωπιά
Νέος
Πρόεδρος Βιομηχάνων
Ηλιού
Λαμπράκης
Θόδωρος



«Με τα λάθη που έχουν γίνει και με το στραβό δρόμο που πήρε το κίνημά μας, με μια κουραμάνα και μια κονσέρβα θα μας σκοτώσουν.»
Άρης Βελουχιώτης



ΠΡΑΞΗ Α΄

ΧΡΟΝΟΣ: Έτος 1955

ΤΟΠΟΣ: Γραφείο Καραμανλή

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Αμερική
Καραμανλής,
Γύφτισσα

ΑΜΕΡΙΚΗ (ΑΜΕ)
Θα σας δώσω την πρωθυπουργία
αν αντίρρηση δεν έχετε καμία.
Δείτε μου το δάχτυλό μου αυτό:
δίχως να του το ζητάω
μ’ ακολουθεί όταν περπατώ
και πάει όπου πάω.
Ν’ αντισταθεί
δεν του μπορεί
κανείς κι ό,τι ακουμπήσει
αν θέλω εγώ
το συγκρατώ
αλλιώς θα το τσακίσει.
Δεν σας αρέσει να είστε
μεγάλου κάποιου μικρό κομμάτι-
αυτός αν σας πει να κινείστε-
δε νιώθετε έτσι πως είστε κάτι;.
Και. δέστε: δαχτυλίδια χρυσά, αργυρά
που ’χει το δαχτυλάκι μου τριγύρω του!
και σαπούνια δεν του λείπουν και νερά ,
στα κρύα το γάντι και πάντα το μύρο του.
Δικό μας να είσαστε ένα πιόνι
αυτό θαρρώ σας εξυψώνει.
Για τη δουλειά που θέλουμε μας κάνετε
κι ευχάριστα θα περνάτε την ώρα σας
ενώ θα βλέπετε να προοδεύει η χώρα σας
αφού τις πληγές της όλες σεις θα γιάνετε.

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ (ΚΑΡ)
Τη πατρίδα μου βλέπω προσέξατε
και κοντά της βοηθοί της ετρέξατε'
για ν' ανάψω το φως της το σβηστό
που εμένα διαλέξατε ευχαριστώ.
Στιβαρό αληθινά μόνο ένα χέρι
θα μπορούσε πρόοδο σ’ αυτήν να φέρει.
Ιδίως το θέμα το Κυπριακό
μεγάλο έγνοιας ζητάει μερτικό.

ΑΜΕ
Δεν σας κρύβω, όταν στραφήκαμε προς σας
το μεγάλο αυτό θέμα στο νου είχαμε.
Κι αν από όσας δείχνετε μόνο τας μισάς
ικανότητας έχετε, σίγουρα πετύχαμε.

ΚΑΡ
Με κολακεύετε. Έχω μόνο
για τον τόπο μου μέσα μου πόνο.
Ως για ικανότητες πιστεύω
με πυγμήν και σθένος θ’ αρχηγεύω-
αν τελικώς εις συμφωνίαν καταλήξωμεν
και όλα κάτω δεν τα βροντήξωμεν.

ΑΜΕ
Φόβος δεν υπάρχει αυτό να γίνει
αν λογικός αναντιρρήτως καθώς είστε
λογικά και το θέμα αυτό αντιμετωπίστε.
Και ευκαιρίας άνθρωπος λογικός δεν αφήνει.

ΚΑΡ
Νιώθω μια μεγάλη μέσα μου ορμή
να κατέχει ψυχή μου και κορμί.
Αν αυτή δεν είναι ορμή αρχηγική
τότε τι άλλο έχω δεν γνωρίζω εκεί.
Και με όσα σεις, η δύναμη η μεγάλη
μιλώντας τώρα δα μου λέει
στην ορμή μου αυτήν δίνει φτερά και ζάλη
και δόξης της χαρίζει κλέη.

Α Μ E
Όλα αυτά να νιώθετε πολύ είναι φυσικό,
και τα λέτε με ύφος τόσο πειστικό-
γιατί αφού είναι αλήθεια έτσι λέγονται-
που αμέσως πάψαν ν' αντρειεύονται
οι ως τώρα μέσα μου δισταγμοί-
τους διαλύσατε σε μια στιγμή.
Δε θα ένιωθα έκπληξη το δίχως άλλο
αν μια μέρα σας ονόμαζαν Μεγάλο.

KAP
Ω! Αυτό μπορώ να πω σίγουρα όντως
πως δεν είναι του παρόντος.
Μόνο, αφού οι δυο ως τώρα συμφωνούμε
στη συζήτηση βαθιά ας μπούμε.
Δυο τρυγόνια ‘ένα σμπάρο:
τι θα δώσω τι θα πάρω.

ΑΜΕ
Με το Κυπριακόν
ας αρχίσουμε λοιπόν.
Θέλω να μπει γρήγορα στο ράφι
όπως λεν κι οι δημοσιογράφοι.
Γιατί αν ο λαός επιμείνει για λύση
η Αγγλία τότε θα θυμώσει
κι εναντίον σας θα ξεσπαθώσει
και του NATO η αλκή θ' αδυνατίσει.
Θα μπορέσετε τους έλληνες να πείσετε
και το Κυπριακό θέμα να κλείσετε;
Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει βεβαίως.

ΚΑΡ
Μη το πείτε πάλι. Είμαι νέος
όμως γνωρίζω τι λέγω όταν ομιλώ.
Θα κλείσω το Κυπριακό και μάλιστα με το καλό.
Μόνο που δημοσίως δεν θα πω
τον πραγματικό μου τον σκοπό.

ΑΜΕ
Αυτό με μένα είναι εντάξει.
Λόγια λέγετε όσα θέλετε,
για μας πρέπει να ξεύρετε
αξίαν έχει μόνον η πράξη.
Και ερχόμαστε στ’ άλλα,
μικρότερα, μα κι αυτά μεγάλα.
Θέλω πάντα να συμμορφούσθε προς τας οδηγίας
που εκ της εν Αθήναις θα λαμβάνετε πρεσβείας.
Ανυπακοή εις ό,τι αυτή σας ζητήσει
πάρα πολύ θα με δυσαρεστήσει.
Αλλά εκείνο που πρωτίστως πρέπει
είναι την τάσιν να αναχαιτίσετε
του λαού σας, που εκ φύσεως ρέπει-
έτσι είναι και παρακαλώ να με συγχωρήσετε-
προς του κομμουνισμού την αναρχίαν
που την θεωρεί ελευθερίαν.
Θέλω αυτά όλα να τα έχω ασφαλή.
Κάτι που και σας ιδιαιτέρως θα ωφελεί.
(μπαίνει η Γύφτισσα)

ΓΥΦΤΙΣΣΑ (ΓΥΦ)
Κάτω από το φως του ουράνιου θόλου
έκανα το γύρο του κόσμου όλου
γυρεύοντας το χέρι στα χέρια μου να πιάσω
που πάνω του ευτυχία να γράφει να διαβάσω.
Είδα χέρια που ευλογούσαν
είδα χέρια που μισούσαν
άλλα που ’διναν κατάρες
άλλα που σκορπίζαν χάρες.
Είδα χέρια που ζητιάνευαν
χέρια χαρωπά πoυ διάνευαν
είδα χέρια βουτηγμένα
μες στο χρήμα-μες στο αίμα.
Είδα χέρια που ψεμάτιζαν-
πίσω παίρναν ό,τι εχάριζαν
είδα χέρια που ’χαν μείνει
έρημα σε κρύα κλίνη
είδα χέρια πεθαμένα
που δεν ήτανε θαμένα
είδα χέρια που απλώνανε
κι ό,τι άγγίζανε το λιώνανε
είδα χέρια που είχαν νύχια
σουβλερά κι ακονισμένα
κι ήτανε βαθιά χωμένα
σε ψυχών μέσα τα μύχια.
Είδα χέρια που αγκαλιάζαν
και που ευτυχισμένα μοιάζαν
ως ν’ ανοίξουν και να φύγει
η χαρά που ’χαν η λίγη.
(στην Αμερική και στον Καραμανλή)

Δώστε τα χέρια σας την τύχη να σας πω.
Για με σε χέρι δεν υπάρχει μυστικό.
Όλα εγώ θα σας πω τα μελλούμενα
είτε σας είναι θλιβερά είτε χαρούμενα.

(παίρνει το χέρι της Αμερικής)

Περιβόλι γεμάτο μ’ αγκάθια.
Του κόσμου όλα τα κατακάθια
εκεί έχουν μαζευτεί-
μονιά άξια γι αυτά και ζηλευτή.
Ποτάμια αίμα το ποτίζουν
και με κείνο τ’ αγκάθια καρπίζουν.
Μια μέρα κοντινή, πεσμένην χάμου
το αίμα αυτό θα σε πνίξει κυρά μου.

(στρέφει στον Καραμανλή)

Ας δω τώρα και το χέρι αυτού του κακομοίρη
που κιόλας θαρρεί η δόξα πάνω του έχει γείρει.

(παίρνει το χέρι του Καραμανλή στα χέρια της)

Κακόμοιρο, αστείο ανθρωπάκι!
Γελοίο, κορδωτό καραγκιοζάκι!
Πόσο ακριβά ο λαός σου θα πληρώσει
την κάθε ψήφο που θα σου δώσει...
Καταστροφές στη χώρα σου θα φέρει
το που κρατώ σου αυτό εδώ το χέρι
που στη μιαρή ετοιμάζεσαι αυτή κυρία
να πουλήσεις για την πρωθυπουργία
Εμπρός λοιπόν! Πούλα πατρίδα, πούλα
λαό, πούλα τη μόνη μου ελπίδα, πούλα
την ευτυχία λαού ολόκληρου
σ' άλλο λαό, από ήθη απόκληρου.
Κάθε που τραβώντας θα κάνεις βήμα
μια παρανομία κι ένα κρίμα.
Ω! Ανθρωπάκι που γυρεύεις δόξα
των φρυδιών σου κοίταξε τα τόξα-
δεν είναι αψίδων θριάμβου τόξα παρά φίδια'
της πόρτας είναι του Χαμού αντικλείδια.
Παίξε το παιχνίδι σου λοιπόν κι εσύ ον αγροίκο.
Βδελυρόν πρόσθεσε ένα κρίκο
στων Καιρών τη βρωμερή αλυσίδα-
έναν ακόμα θα δω-τόσους είδα...

(κάθεται λυπημένη και απογοητευμένη)

Κάτω από το φως του ουράνιου θόλου
έκανα το γύρο του κόσμου όλου
γυρεύοντας στα χέρια μου το χέρι να πιάσω
που πάνω του ευτυχία να γράφει θα διαβάσω.
Μα ένα χέρι δε βρήκα
που να 'χει την τόλμη για προίκα
που μες στα τραχιά δάχτυλά του
της οργής το μαχαίρι της πικρής θα κρατήσει
και με βία του πλούτου το κορμί θα χτυπήσει
σωριάζοντας τ' άνομο κουφάρι του κάτου.
Χέρια-χέρια-χέρια-χέρια
που καθένα κάτω με τραβάει
και κανένα ως ψηλά στ' αστέρια
απαλά η θωριά του ποτέ δε με πάει.
Φεύγω. Με την ησυχία σας καθίστε
το φριχτό έργο σας να συνεχίστε.

ΑΜΕ
Γύφτισσες! Ακόμα πώς τις ανεχόσαστε;

ΚΑΡ
Αφήστε τες να λένε-μη γνοιαζόσαστε.
Ποιος ξέρει από πού έρχονται...πού πάνε...
Την τύχη λένε κάτι για να φάνε.

AME
Λοιπόν νομίζω πλήρως κατανοείτε
πως ακέφαλος ένας λαός
όπως τώρα ο ελληνικός
στο χαμό και στην αναρχίαν οδηγείται.
Γι αυτό χρειάζεται έναν αρχηγό.

ΚΑΡ
Μ' αυτό συμφωνώ απολύτως κι εγώ.

ΑΜΕ
Βλέπετε και μόνος σας πόσο πασκίζω
τη ορθή πορεία του κόσμου να κανονίζω.
Μακριά από τον απαίσιο κομμουνισμό
που την ελευθερία
και όποιαν άλλη αξία
στο χάος οδηγεί και στον αφανισμό.
Ευτυχώς συμμάχους έχουμε πιστούς
ελευθερίας και δημοκρατίας μεστούς'
μα για να γίνει πιο καλή η δουλειά
και για πιότερη σιγουριά
πως δε θα γίνουν όλα ανω κάτω,
εφτιάξαμε και το NATO.
Και εκτιμούμε βαθιά που μέλος του γίνατε
και απαθείς στων Καιρών το κάλεσμα δεν εμείνατε.
Σε κόπους πολλούς μπαίνουμε
τον ιστό αυτόν καθώς υφαίνουμε
που ελευθερία θα εξασφαλίσει
σ' ολόκληρη τη Δύση.
Βλέπετε είναι oι χώρες οι ευρωπαϊκές
καταστραμμένες-μεγάλες και μικρές-
και τη βοήθεια που ζητούνε
σε μας μόνο μπορούν να βρούνε.
Δεν τους την αρνούμαστε
μα θαρρώ δικαιούμαστε
να σιγουρέψουμε πως η βοήθειά μας
θα χτίσει τα κοινά ιδανικά μας.
Γι αυτό κι εγώ μεγάλη μια
της γης όλης έγινα μητέρα
που ο νους μου είναι όλη μέρα
σε σας-τ' αγαπημένα της παιδιά.
Αν ο κομμουνισμός δεν καραδοκούσε
να πιάσει όποιον καθυστερούσε
και στο μαύρο του τσουβάλι
σιδερόδετον να τον βάλει
τότε δεν θα επειγόμασταν να βοηθούμε
και χώρες άλλες, φίλες μας καλές να κρατούμε.
Μα τώρα το πράγμα επείγει
αλλιώς η Ρωσία μας πνίγει.
Φορές λέω για τον κομμουνισμό
πως είναι μια καλή δικαιολογία
για να οδηγήσουμε τον κόσμο-έστω τον μισό-
στην ειρήνη και την ελευθερία.
Γι αυτό η Αμερική το χέρι έχει απλώσει
βοήθεια στους λαούς να δώσει.
Γι αυτό και ο λαός μας αξιωματικούς του
δεν λυπάται να στέλνει παντού δικούς του
που σωστά τους στρατούς των χωρών οδηγούνε
και σε δρόμο σωστό-Δυτικό-τον κρατούνε.
Και επειδή στης γης όλα τα κράτη
η Ρωσία κακό θέλει να κάνει κάτι,
γι αυτό τους καλούς εμείς διαλέγουμε
και μαζί-βοηθοί τους-αρχηγεύουμε.
Βαρύ ειν' αλήθεια πολύ, φορτίο έχω επωμιστεί'
αλλ' ας μη
ούτε στιγμή
απ' αυτό πως ποτέ θα λυγίσω να μη νομιστεί-
όταν κάποιος το δίκαιον υπηρετεί
κάθε βάρος μπορεί σταθερά να κρατεί.

ΚΑΡ
Συμφωνώ απολύτως με όσα λέτε.
Την απόφαση στα μάτια μου δέτε
το λαό μου σωστά να κυβερνήσω
και μακριά από την κόκκινη βία
στη Δυτικήν ελευθερία
αληθινά ευτυχισμένον να οδηγήσω.
Μόνο τη δική σας αν έχω βοήθεια
τίποτ' άλλο εγώ δε θέλω αλήθεια.

ΑΜΕ
Θα την έχετε πάντα και πλήρη.
Δε θ 'αφήσουμε ο εχθρός να σας φθείρει.

ΚΑΡ
Συμφωνούμε σε όλα λοιπόν-
θα παλέψω κατά των κακών.
Όμως όλα πρέπει να τα κανονίσουμε
πριν να πούμε πως τελείως συμφωνήσαμε.
Για όλ' αυτά ποιαν εγώ θα έχω πληρωμή;

ΑΜΕ
Αλλά, φυσικά, την τρανή τιμή
πως στον ίσο δρόμο ένα λαόν οδηγείτε.
Ακόμα όμως πως πρωθυπουργείτε:
σε σας τους έλληνες ιδιαίτερη έχει ικανότητα
όποιον κάνετε αρχηγό
να μη χάνει καιρό
αλλά να κερδοσκοπεί μέσα στην κοινότητα.
Μπορεί ας πούμε σεις με πλοία
να ανακατευθείτε, ή με εργοστάσια,
και με τραπεζίτας να πιάσετε φιλία-
δεν είναι όλα αυτά θαυμάσια;
Και αν δεν έχετε υιόν
ημπορεί να κάμετε ανεψιόν-
έτοιμα χρήματα πρέπει αυτός να έβρει
και τι θα τα κάνει εκείνος ξεύρει-
άμοιρος δεν θα είναι δα
της ικανότητος καθώς εσείς να κυβερνά.
Σκεφθείτε, αν ανατραφεί με πολιτισμόν-
που σημαίνει με αφθονίαν χρημάτων-
και τον κάνουμε όπως εσάς πρωθυπουργόν,
εν μέσω πεινώντων αυτόν χορτάτον,
τότε μη έχοντας να εξαγάγει άλλο τι
πολιτισμού θα κάμει εξαγωγή
από τον μπόλικον που θα έχει λάβει
και πολιτισμού φωτιές
όμορφες και λαμπερές
σε κράτη απολίτιστα θα ανάβει.
Αποκτήσατε λοιπόν ατράνταχτον περιουσίαν'
μερικών δισεκατομμυρίων του την απουσίαν
την οφείλει εις σας ο κρατικός κορβανάς.
Και ο λαός τας τσέπας του ας έχει αδειανάς.
Πληρώνει κανείς
δια να είναι ασφαλής.
Αυτό εμείς δεν θα το βρούμε διόλου κακό.
Μόνο προσέξετε μην αμελήσετε το Κυπριακό.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

 ΓΕΝΑΡΗΣ 2015-ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ
(παλιές πολιτικίζουσες ιστορίες)Σάλος. Φουρτούνα, Ταραχή. Αντάρα. Τρικυμία.
Κουμουνιστές  εκάμανε γκουβέρνο στη Γραικία.
Φόβος και τρόμος άπλωσε πάνω από την Ευρώπη.
Βλέπουν με μάτι ανήσυχο εδώθε όλοι οι τόποι.
«Τσάι», «τσουράπι», «τσαγανό», «τσιγάρο», «τσιμινιέρα»,
Λέξεις που ως τώρα ήσυχες πλανιόνταν στον αέρα
Μα κι όσες άλλες  από «τσ» τους έλαχε ν’ αρχίζουν
Τον Τσίπρα στους ταλαίπωρους τους γήινους θυμίζουν
Και πλέον γόοι και κοπετοί την οικουμένη ζώνουν.
Κουμουνιστές. Κουμουνιστές τη γη μας την αλώνουν.
Ο Λένιν αναστήθηκε. Ζωντάνεψε ο Μαρξ.
Και το ’νιωσε αυτό καλά και ο καθένας βλαξ.
Μέχρι κι εγώ ο αδαής περί τα πολιτίκς
Και που γι αυτά ολοζωής βαθιά με ζώνει νυξ,
Κι εγώ λοιπόν κατάλαβα πολλές τι αλλαγές
Θα δει η Ελλαδίτσα μας μεγάλες και μικρές.
Πια τώρα δε θα έχουμε την Τρόικα να μας τρώει
Μα θα συναλλασσόμαστε αισίως με μια Κατρόι.
Κι αντί να μας ταλαιπωρεί τ’ άθλιο Μνημόνιο εκείνο
Θα έχουμε ένα ανθρώπινο κι ευγενικό Μηομνίνο.
Αντίς καφέ θα πίνουμε μες στα καφεποτεία
Τα φρέσκα του ο καθένας μας τα σπέρματα τα κρύα.
Στα εστιατόρια με μισή μερίδα περηφάνια
Γαρνιρισμένη με άρωμα από χαρισμένα δάνεια
Τελείως θα χορταίνουμε την που είχαμε πριν πείνα
Και τα συσσίτια ν’ ανθούν θα πάψουν στην Αθήνα.
Τη λέξη όταν «Σύνταγμα» θα λέμε θα δακρύζουμε
Κι αντίγραφα Μνημόνιου καθημερνά θα σκίζουμε
Ενώ ο λαός ρακένδυτος στα μαύρα του τα κρέπια
Θα πλέει μέσα σε πέλαγο γεμάτο αξιοπρέπεια.
Δραχμές θα κουδουνίζουνε αντίς ευρώ στις τσέπες
Και θα ’ναι όνειρο άπιαστο οι πίτσες και οι κρέπες.
Κι οι ευρωπαίοι ενώ εμάς κοιτώντας θα γελάνε
Ο Τσίπρας θα αισθάνεται-αλί-πανευτυχής
Αγνοώντας πως γυμνόποδες στ’ αγκάθια όσοι πάνε
Είναι ηλίθιοι-τρισαλί-και όχι ευφυείς.

  Τρίτη, 27 Ιανουαρίου 2015
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
(παλιές πολιτικίζουσες ιστορίες

Τόπος: παιδική χαρά
Χρόνος: 26 Γενάρη 2015, μεσημέρι.
Πρόσωπα:
Μικρός Αλέξης
Μικρός Αντωνάκης
Μπαμπάς Λαός, μπαμπάς τους
Μαμά Δεξιά, μαμά τους
Άνθρωποι γύρω.

(Ο Μπαμπάς Λαός ανεβάζει και κουνάει τον Μικρό Αλέξη στη μοναδική κούνια της Παιδικής Χαράς, ενώ ο Μικρός Αντωνάκης κλαίει στην αγκαλιά της μητέρας του)

Μικρός Αντώνης
Σέλω την κούνια μου…

Μαμά Δεξιά
(με λατρεία και ρίχνοντας άγριες ματιές στον Μπαμπά Λαό)
Δικιά σου είναι η κούνια μωράκι μου. Αλλά ας κουνηθεί λίγο και το αδερφάκι σου. Ναι;

Μικρός Αντώνης
Όσι. Σέλω μόνον εγώ…

Μπαμπάς Λαός
(Στον Μικρό Αντωνάκη που παρακολουθεί από μακριά. Δυνατά)
Έλα και συ καλό μου να κουνήσεις τον αδερφούλη σου Έλα!... Κοίτα…Ωωωωωπ… Κοίτα πόσο ψηλά πάει… Έλα… Ωωωωωπ…

Μικρός Αντώνης
(κλαίγοντας γοερά, κλωτσώντας τον αέρα και χτυπώντας με τα χέρια του το στήθος της μητέρας του)
Όσι! Εγώ μόνο σέλω! Ζικιά μου κούνιαααα…

Μπαμπάς Λαός
Μην κλαίς γιατί θα τις φας.
( ο Μικρός Αντωνάκης στριγγλίζει)

Μαμά Δεξιά
(ξεσπώντας, στον Μπαμπά Λαό)
Για τόλμα! Δε βλέπεις πώς σπαράζει το καημενούλι; Πατέρας είσαι συ;
(στον Μικρό Αντώνη)
Σώπα μωράκι μου, δικιά σου είναι η κούνια. Θα τον κάνω ντα εγώ τον μπαμπά. Μην μου κλαις μωράκι μου…
(γονείς από γύρω έχουν στρέψει την προσοχή τους στο κλάμα του Μικρός Αντώνης και παρακολουθούν τη λογομαχία των γονιών του)

Μπαμπάς Λαός
(αφήνει τον Μικρό Αλέξη να κουνιέται και πηγαίνει προς τη μητέρα χαμογελώντας στον Μικρό Αντωνάκη καθώς πλησιάζει)
Έλα το παιδάκι μου εμένα, έλα το μωράκι μου, έλα στον μπαμπά μωρό μου να πάμε να κουνήσουμε μαζί τον αδερφούλη σου. Έλα αγαπούλα μου…
(απλώνει τα χέρια προσκαλώντας τον Μικρό Αντωνάκη στην αγκαλιά του)

Μικρός Αντώνης
Ζε σέλω. Εγώ σέλω κούνια. Όσι αζεφούλη  μου. Εγώ εγώ εγώ…
(δίνει μια με το χέρι του στο πρόσωπο του πατέρα του)

Μαμά Δεξιά
Κοίτα πώς το κατάντησες το παιδί… Θα μου σκάσει από το κλάμα το μωρό μου. Πατέρας είσαι συ;

Μπαμπάς Λαός
Όχι, εσύ είσαι μητέρα. Δώστου μια στον κόλο να δεις πώς σταματάει.

Μαμά Δεξιά
Να το χτυπήσω; Να χτυπήσω εγώ τον Μικρό Αντωνάκη μου;
(στρέφει με το ελεύθερο χέρι της το πρόσωπο του Μικρού Αντωνάκη προς τον Μπαμπά Λαό)
Κοίτα! Σπυράκια έβγαλε στο προσωπάκι του το μωρό μου. Από το κλάμα κι από τη σκασίλα του…

Μπαμπάς Λαός
Καλά καλά. Θα τα συζητήσουμε στο σπίτι αυτά. Σταμάτα το τώρα να κλαίει. Γίναμε ρεζίλι στον κόσμο… Μόνο ο Αντωνάκης να κουνηθεί δηλαδή; Ο Αλέξης δεν είναι παιδί σου;
(στον Μικρό Αντωνάκη)
Έλα μωρό μου. Να μην κουνηθεί λίγο και ο αδερφούλης σου; Έλα μωρό μου, κάνε τη χάρη στον μπαμπάκα που σε αγαπάει πολύ και πάμε να δώσεις ένα φιλάκι στο αδερφάκι σου. Έλα στον μπαμπά μωρό μου και θα σου αγοράσω εγώ μια μικρή κούνια να είναι μόνον δικιά σου. Να φτάνουνε τα ποδαράκια σου στο χώμα και να κουνιέσαι μόνος σου. Αυτή κοίτα… είναι μεγάλη για σένα και μπορεί να πέσεις κάτω και να χτυπήσεις το κεφαλάκι σου. Έλα μωρό μου…

Μικρός Αντώνης
Ζε σέλω μική κούνια. Σέλω τη μεζάλη.
(δίνει μια στο πρόσωπο του πατέρα του και χώνεται όπως πρώτα στην αγκαλιά της μητέρας του ουρλιάζοντας. Ο Μπαμπάς Λαός πηγαίνει στον Μικρό Αλέξη)

Μικρός Αλέξης
Ζε σα έσει;

Μπαμπάς Λαός
Όχι μωρό μου, δε θα έρθει. Θα πάει στο σπίτι με τη μαμά. Θα παίξουμε μόνοι μας.

ΑΥΛΑΙΑ

 «ΑΝΗΚΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΣΙΝ»

Καθώς στην Κόλαση που βρίσκομαι τριγυρνώ ανάμεσα σε πεθαμένους, συναντώ διάφορους γνωστούς. Γιατί οι πεθαμένοι, μη έχοντας σπίτι και μέρος να μείνουν, τριγυρίζουν ολοένα. Και βρίσκει κανείς έναν έναν ή πολλούς μαζί να βολτάρουνε ή να έχουν ανοίξει πηγαδάκια και να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια τους. Μια νύχτα λοιπόν είδα μια παρεούλα που είχε για θέμα της τον Καραμανλή-το θείο. Ανάμεσα στους ίσκιους η μητέρα και ένας από τους δασκάλους του Kαραμανλή.
Πλησίασα και αφού μπήκα στη συζήτηση, ρώτησα τη μητέρα του:
-Κυρα Φωτεινούλα για πες μου, τι θυμάσαι πιο πολύ από τον Κώστα;
-Πιο πολύ θυμάμαι παιδάκι μου την ημέρα που τόνε γέννησα, γιατί η γέννα του πολύ με παίδεψε.
-Γιατί σε παίδεψε κυρα-Φωτεινή;
-Παιδάκι μου δεν έβγαινε το παιδί. Δεν έβγαινε με τίποτα. Και δεν έβγαινε γιατί ο σατανάς με είχε καβαλημένηνε-γι αυτό! Και αυτό το είπε και η μαμή που ήρθε να με ξεγεννήσει.
-Μπορείς να μου πεις τα πράγματα με πιο λεπτομέρειες σε παρακαλώ κυρα-Φωτεινή;
-Να στα πω παιδάκι μου. Εμείς εμέναμε δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Και εγώ απάνου στο κρεβάτι μου εκοιμόμουνα με το κεφάλι μου κατά το ιερό της εκκλησίας, για να με φυλάει ο Κύριος που έτσι θα τον είχα πιο κοντά μου. Αμ δε μου λες, που να το ’ξερα εγώ η κακομοίρα πως δεν έπρεπε να κοιμάμαι με το κεφάλι κατά κει και πως γι αυτό δεν έβγαινε το παιδί… αγράμματη γυναίκα ήμουνα, έλεγα πως ήτανε καλλίτερα να έχω το ιερό της εκκλησίας κοντά μου να σκέπει την κεφαλή μου. Ε, ήρθε η ώρα να γεννήσω κι έπεσα στο κρεβάτι να γεννήσω μόνη μου, γιατί η μαμή ξεγένναγε αλλού και θ’ αργούσε να ’ρθει. Τότες μαθές δεν είχαμε κλινικές και νοσοκομεία. Εσφίχτηκα λοιπόν, είχα και τα πανιά κοντά μου να σκουπιστώ κι εγώ και να ντύσω και το παιδί, πού παιδί… εκείνο όχι δεν έβγαινε, αλλά ανέβαινε αντί να κατεβαίνει, λες και ήθελε να βγει από το στόμα μου-κοίτα, ανατριχιάζω που το λέω… Χριστός και Παναγιά, κάνω. Ξανασφίγγομαι, ξεφούσκωσε πάλι η κοιλιά μου και φούσκωσε το στήθος μου, γιατί το παιδί επήγαινε πάλι προς τα πάνω, προς το λαιμό μου. Τρόμαξα αλλά δεν τα ’χασα. Ζούπηξα το στήθος μου, ξαναγέμισε η κοιλιά μου και ξεφούσκωσε το στήθος μου, γιατί δεν μπορούσα ούτε αναπνοή να πάρω και η καρδιά μου επήγαινε να σταματήσει από το παιδί που δεν την άφηνε να δουλέψει. Βάζω τις φωνές έρχεται μια γειτόνισσα της λέω πήγαινε να φωνάξεις το Γιώργη από το μαγαζί γιατί το και το, το παιδί πάει να βγει από το στόμα. Ώσπου να ’ρθει ο Γιώργης ο άντρας μου-Γιώργη τονε λέγανε, εγώ όλο και εσφιγγόμουνα. Αλλά όχι και δυνατά για να μη με πνίξει το παιδί. Όμως όταν έβλεπα σε κάθε σφίξιμο να τραβάει προς τα πάνω, σταμάταγα. Το τι τράβηξα εκείνη την ημέρα δε λέγεται.
Έρχονται και οι γειτόνισσες, βλέπουνε τι εγινότανε κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Και κει απάνου ευτυχώς μπήκε η μαμή, θάνατο να ’χει, και με λεφτέρωσε.
-Πώς;
-Μπαίνει κι όταν έμαθε τι έγινε, άρχισε να φωνάζει: Μωρή ζουρλές τι σταυροκοπιούσαστε; Τη γυναίκα την έχει καβαλικέψει ο σατανάς και ο τρισκατάρατος δε φεύγει με σταυροκοπήματα. Την έχει καβαλλικέψει γιατί εξάπλωσε με το κεφάλι κατά το ιερό, κατά τη Δύση! Οι Καραμανλούδες γεννάνε πάντοτε με το κεφάλι κατά την Ανατολή-ζουρλές είσαστε; Γύρνα μωρή Φώτω, μού κάνει. Και με πιάνει παιδάκι μου και με γυρίζει ανάποδα, με το κεφάλι στο μέρος που είχα τα πόδια μου και με τα πόδια εκεί που ήτανε πρώτα το κεφάλι μου. Ε παιδάκι μου, αυτό ήτανε. Ο τρισκαταραμένος εβγήκε αμέσως από μέσα μου και από κοντά εβγήκε και το παιδί από τον κανονικό δρόμο του. «Είσαι πρωτάρα», μου λέει η μαμή, «στις άλλες τις γέννες σου να ξέρεις να ξαπλώνεις με το κεφάλι κατά την Ανατολή, έτσι που το παιδί να μπορεί να βγει γιατί θα τραβάει κατά τη Δύση. Αφού ο τρισκατάρατος έχει βάλει βουλή να χαλάσει τους ανθρώπους, εμείς, φτωχές γυναίκες θα τόνε σταματήσουμε;»
Και παιδάκι μου όλα μου τα κατοπινά παιδιά τα εγέννησα με ευκολία γιατί έκανα εκείνο που είπε η μαμή. Και τον Αχιλλέα μου έτσι τόνε γέννησα.
Γιατί εγώ πού να ήξερα τότες από Ανατολή και από Δύση, αργότερα τα ’μαθα, όταν ο Κώστας μου έγινε πρωθυπουργός. Τότε όλο αυτή τη λέξη έλεγε. Όλο Δύση και Δύση το πήγαινε. Και το μυαλό του γεμάτο από αυτή τη λέξη ήτανε μόνο. Αφού όταν ερχότανε καμιά φορά να με δει στο χωριό, όταν τον αφήνανε οι δουλειές του, «γεια σου μάννα» δε μου ’πε ποτές. «Ανήκομεν εις την Δύσιν», έτσι με χαιρέταγε. Και μου είχε μάθει να του απαντάω «αληθώς ανήκομεν», όπως καλή ώρα λέγαμε «αληθώς ανέστη» για τον Κύριο που αναστήθηκε.
Και τόσο την αγάπαγε αυτή τη λέξη παιδάκι μου, που και μέσα στο δωμάτιό του την είχε. Και μάλιστα την είχε γραμμένη όπως τη λένε στα αμερικάνικα. Είχε ένα μεγάλο πανί με ’φασμένα πάνω του τέσσερα γράμματα. Το πρώτο ήτανε ένα ανάποδο μου. Τα άλλα τρία ήτανε ελληνικά-τα ήξερα κι εγώ. Ήτανε ένα Ε, μετά ένα σου που το βάνουνε στο τέλος και ύστερα το του. Και μού έλεγε να τη μάθω κι εγώ αυτή τη λέξη την ξένη, γιατί μ’ αυτήν, έλεγε, λύνεις όλα σου τα προβλήματα σαν να ήτανε μαγική. Μου ’λεγε «πες το και συ μάννα-Γοέστ! Γοέστ!» Και τον άκουγε ο Αχιλλέας μου και του ’λεγε: «Γουέστ μωρέ Κώστα, Γουέστ…» και του απάνταγε ο Κώστας μου «Ε, κι εγώ τι λέω; Γοέστ…»
Αλλά εγώ παιδάκι μου δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αυτή τη λέξη όσο ζούσα. Εδώ την έμαθα, γιατί αυτό είναι το Γουέστ, εδώ που είμαστε τώρα.
Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τα λόγια της η κυρα-Φωτεινή, πετιέται η Κλωθώ.
-Εμείς να ’βλεπες τι τραβήξαμε ώσπου να βρούμε πού ήτανε το παιδί για να το μοιράνουμε… Περιμέναμε να το βρούμε στην κούνια του όπως όλα τα μωράκια, αλλά πού… Αυτό είχε πάρει δρόμο δυτικά και το προφτάσαμε στις στήλες του Ηρακλή-στο Γιβλαρτάρ αν έχεις το Δία σου…
Ύστερα το λόγο πήρε ο δάσκαλος που είχε τον Καραμανλή μαθητή στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.
-Αγαπητέ μοι, θα επεθύμουν να είπω καγώ λέξεις τινάς σχετικάς προς την δυτικοφιλίαν του μεγάλου αυτού τέκνου της Αμερικής…
-Της Ελλάδας δάσκαλε, του λέω.
-Συγχωρήσατε την παραδρομήν της γλώσσης μου, της Ελλάδος ήθελον να είπω. Μοι δίδετε την άδειαν προς τούτο;
-Πες κάτι κι εσύ δάσκαλε, όμως στα γρήγορα.
-Εγώ θα τα είπω εις υμάς και ουχί εις τα γρήγορα. Και σας υπισχνούμαι ότι δεν θα μακρηγορήσω. Ενθυμούμαι ουκούν τας περιπτώσεις καθ’ ας ηναγκαζόμεθα, ελλείψει δευτέρου διδασκάλου εις την Πρώτην, να απασχολούμεν τα παιδία και κατά τας εσπερινάς ώρας της ημέρας. Κατά τας ημέρας ταύτας και ότε, ενώ ο ήλιος έδυεν, ευρισκόμεθα εντός της αιθούσης διδασκαλίας, ο Γκας ηγείρετο του αναλογίου του…
-Ο Κώστας δάσκαλε, τον διόρθωσα.
-Μάλιστα, ο Κώστας. Συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ο Κώστας ουκούν εγκατέλειπεν το αναλόγιόν του και κατηθύνετο προς το παράθυρον το προς Εσπερίαν, εκεί δε ίστατο ακίνητος, προσβλέπων περιδεής την δύσιν του ηλίου, ήτις επλήρωνε τον ουρανόν της Πρώτης πέπλων ερυθρών ως αιματοβάπτων και ήτις υπέβαλεν εις τον νουν του ανθρώπου την ιδέαν των τελευταίων στιγμών της Δημιουργίας, την εν μέσω φλογών, αίτινες κατά τας Γραφάς θα την καταφάγωσιν ώσπερ άχυρον φλοξ πυρκαϊάς αγροτικής καλύβης. Και ήτο τόσον απορροφημένος εκ του θεάματος εκείνου, ώστε δεν ηδύνατο να ακούσει τας προτροπάς μου περί επανόδου του εις το αναλόγιόν του. Ήτο ως να μη υπήρχεν τας στιγμάς εκείνας.
Ίνα δώσω εν πέρας εις την απαράδεκτον δια σχολείον κατάστασιν ταύτην, απεφάσισα να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Γκας…
-Του Κώστα δάσκαλε.
-Του Κώστα, συγχωρήσατέ μοι και την παραδρομήν ταύτην. Ηναγκάσθην ουκούν να μεταβάλω την θέσιν του αναλογίου του Κώστα. Το ετοποθέτησα παραπλεύρως του παραθύρου, ώστε μα μη απαιτείται η εγκατάλειψις του αναλογίου του υπ’ αυτού κατά τας ώρας εκείνας. Τοιουτοτρόπως τουλάχιστον δεν ίστατο αλλά εκάθητο. Εκεί ήτο μονίμως πλέον «εις τα νερά του», καθώς λέγει ο χύδην όχλος.
-Δάσκαλε, δεν προσπάθησες να του κόψεις τη συνήθειά του αυτή;
-Να σας είπω… Ενθυμούμαι ότι άπαξ ηγέρθην της έδρας μου και τον επέπληξα δριμέως. Πριν ή δυνηθώ όμως να αρθρώσω τας πρώτας λέξεις της επιπλήξεως, ούτος, οργίλως προσβλέπων με, μοι αντέλεξε με σταντορείαν φωνήν: «Κάτσε κάτου ρε!». Ήτο τόσον επιτακτική η εντολή του ώστε εκάθησα και έκτοτε δεν απετόλμησα πλέον να τον παρατηρήσω πάλιν δια την συνήθειάν του αυτήν. Και εκ των υστέρων απεδείχθη ότι καλώς εποίησα. Καθόσον απώλεσε μεν ο Γκας ολίγας…
-Ο Κώστας δάσκαλε
-Ο Κώστας, μάλιστα. Συγχωρήσατέ μοι και την νέαν ταύτην παραδρομήν. Απώλεσεν μεν ο Κώστας ολίγας ώρας παραδόσεως, όμως η Αμερική εκέρδισε ένα μεγάλον άνδρα.
Δεν τον διόρθωσα πάλι. Γιατί να μας πειράζει η αλήθεια;

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

 ΤΟΣΟ  ΠΟΛΥ

Τόσο πολύ το θάνατο γνώρισε στη ζωή του
όπου δε θα  ’χει τίποτα καινούργιο να του δώσει
όταν τα χέρια τα γκρενά επάνω του θ’ απλώσει
και απαλά σαν σ’ όνειρο θα κόψει την πνοή του.

Θα  ’ναι ένα βράδυ όμορφο, ζεστό και μυροβόλο.
Θα ξανοιχτούνε στη χαρά που η κουβέντα ανοίγει
κι ως πάντοτε, προς το πρωί, θα σηκωθεί να φύγει.
Μόνο που τώρα θα του πει: "πάμε μαζί;"-κι αυτό θαν’ όλο.